ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ

ΔΙΑΓΝΩΣΗ-ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΤΑΣΗΣ

Η αρτηριακή υπέρταση είναι η αυξημένη πίεση του αίματος στο εσωτερικό του τοιχώματος των μεγάλων αρτηριών του σώματος. Η αρτηριακή πίεση καταγράφεται με δύο αριθμούς, π.χ. 150/95 και μετριέται σε χιλιοστά στήλης υδραργύρου. Ο μεγαλύτερος αριθμός αποτελεί την «συστολική» πίεση, η οποία είναι γνωστή ως «μεγάλη» πίεση και ο μικρότερος καταγράφει την «διαστολική» πίεση, γνωστή ως «μικρή» πίεση. Αρτηριακή υπέρταση εμφανίζουν τα άτομα στα οποία είτε η συστολική τους πίεση καταγράφεται ≥ 140 χιλιοστά στήλης υδραργύρου, είτε η διαστολική τους είναι ≥ 90 χιλιοστά στήλης υδραργύρου.

Η αρτηριακή υπέρταση επηρεάζει συνήθως τους ενήλικες και προκαλεί μακροπρόθεσμα πολυάριθμα νοσήματα.

Ένας στους τρεις ενήλικες παγκοσμίως εμφανίζει υπέρταση, οπότε έχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών όπως η στεφανιαία νόσος και τα εμφράγματα, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και η νεφρική ανεπάρκεια.

Στη χώρα μας το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από αρτηριακή υπέρταση είναι κατά μέσο όρο 20%. Το ποσοστό των ανδρών στο γενικό πληθυσμό είναι 17,71% και των γυναικών 22,49%, σύμφωνα με έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2012. Η πιθανότητα εμφάνισης της αρτηριακής υπέρτασης αυξάνει με την ηλικία. Στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών η υπέρταση αγγίζει σε ποσοστό το 50% του πληθυσμού αυτού.

Η υπέρταση είναι πάθηση η οποία ευθύνεται για το 50% του συνόλου των θανάτων από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιοπάθειες, σε παγκόσμιο επίπεδο. Εάν παραμείνει αρρύθμιστη, η υπέρταση μπορεί να προκαλέσει επίσης καρδιακές αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια και απώλεια όρασης. Ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών είναι γενικά μεγαλύτερος αν συνυπάρχουν άλλα νοσήματα ή καταστάσεις που προσβάλλουν τα αγγεία (ο σακχαρώδης διαβήτης, η υψηλή χοληστερόλη, το κάπνισμα).

Στο 95% των περιπτώσεων η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε ιδιοπαθή αίτια, δηλαδή σε κληρονομικά αίτια, παχυσαρκία, μακροχρόνια αυξημένη πρόσληψη αλατιού, καθιστική ζωή, κλπ. Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σπάνια και σε παιδιά. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η αρτηριακή υπέρταση οφείλεται σε κάποιο άλλο νόσημα (δευτεροπαθής), το οποίο όταν αντιμετωπιστεί επιτυχώς θεραπεύει και την ίδια. Τέτοια νοσήματα που προκαλούν δευτεροπαθή υπέρταση είναι η χρόνια νεφροπάθεια, η άπνοια κατά τον ύπνο, η στένωση νεφρικών αρτηριών αλλά και νοσήματα των επινεφριδίων, κοκ.

Η υπέρταση πολύ συχνά δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα και για το λόγο αυτό συνήθως διαγιγνώσκεται καθυστερημένα, ή όταν έχουν ήδη συμβεί κάποιες επιπλοκές. Μπορεί ενίοτε ο άρρωστος να αναφέρει συμπτώματα όπως η ζάλη, η κεφαλαλγία, ή οι ρινορραγίες, τα οποία όμως δεν αποδίδονται στην αρτηριακή υπέρταση γενικότερα. Μέχρι σήμερα υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα σχετικά με την αξία της πρόληψης στην εμφάνιση της υπέρτασης, μέσω της αποφυγής επιβαρυντικών παραγόντων κινδύνου και με την υιοθέτηση υγιεινής διατροφής και άσκησης.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος της εκδήλωσης της υπέρτασης μπορεί να μειωθεί μέσω:

 

  • Μειωμένης πρόσληψης αλατιού
  • Διατροφής πλούσιας σε λαχανικά και φρούτα
  • Αποφυγής κατάχρησης αλκοόλ
  • Τακτικής σωματικής δραστηριότητας
  • Διατήρησης φυσιολογικού σωματικού βάρους
  • Αποφυγής του καπνίσματος

Η τακτική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στους ενήλικες μπορεί να οδηγήσει στην πρώιμη διάγνωση και την έγκαιρη θεραπεία της υπερτασικής νόσου. Αυτό έχει ιδιαίτερη αξία, ειδικά σε άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, στα οποία ανευρίσκονται πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου (άτομα με κληρονομικότητα, υπέρβαροι ασθενείς, καπνιστές, άτομα με αυξημένα λιπίδια αίματος).

 

Η ύπαρξη πολλαπλών αντιυπερτασικών φαρμάκων και η αποτελεσματική ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης σε φυσιολογικά επίπεδα, μειώνουν τον κίνδυνο για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο κατά περίπου 40%, για στεφανιαία νόσο κατά περίπου 25% και για καρδιακή ανεπάρκεια κατά 50%. Η στενή παρακολούθηση από τον ιατρό σας και η υιοθέτηση εξάλλου όλων των παραπάνω υγιεινών συνηθειών βοηθούν στην περαιτέρω ελάττωση των τιμών της αρτηριακής πίεσης και έχουν πολλαπλά οφέλη για τον οργανισμό.

Στην αρχική περίοδο μετά την διάγνωση, για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, την ειδική διερεύνηση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας ώστε να επιτευχθεί ικανοποιητική ρύθμιση της πίεσης, οι επισκέψεις στον γιατρό γίνονται κάθε λίγες εβδομάδες.

Άτομα με καλά ρυθμισμένη πίεση πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά από τον γιατρό τους, συνήθως κάθε 6 μήνες.

Σε άτομα με επιπλέον προβλήματα υγείας (υψηλή χοληστερόλη, σακχαρώδη διαβήτη, κάπνισμα, προχωρημένη αρτηριοσκλήρυνση, καρδιοπάθεια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική βλάβη, δύσκολα ρυθμιζόμενη υπέρταση, κ.λπ.) η παρακολούθηση από τον γιατρό πρέπει να γίνεται κάθε 2 ή 3 μήνες.

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com
Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial